μορατόριο

μορατόριο
και μορατόριουμ, το
1. συμφωνία ανάμεσα σε δύο πρόσωπα ή κράτη για προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα επιδείνωναν τις μεταξύ τους σχέσεις
2. (νομ.) δικαιοστάσιο
3. προσωρινή απαγόρευση τής χρήσης ή τής παραγωγής ενός προϊόντος
4. (γενικά) αναστολή δραστηριότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moratorium (< νεολατ. moratorium < υστερολατ. moratorius «κωλυτικός» < λατ. morator «o παρεμποδίζων, παρακωλύων, επιβραδύνων» < moror «κωλύω, επιβραδύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”